- περιέπλευσε
- περϊέπλευσε , περιπλέωsailaor ind act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εξερευνήσεις, γεωγραφικές — Ταξίδια σε μακρινούς και άγνωστους τόπους, που από τα πανάρχαια χρόνια επιχειρούσε ο άνθρωπος για οικονομικούς, πολιτικούς, στρατιωτικούς και άλλους λόγους ή ακόμα –ιδιαίτερα κατά τους νεότερους χρόνους– για επιστημονική έρευνα. Το εμπορικό όμως… … Dictionary of Greek
Κουκ, Τζέιμς — (James Cook, Μάρτον, Γιορκσάιρ 1728 – Χαβάη 1779). Άγγλος θαλασσοπόρος και χαρτογράφος. Κατατάχθηκε στο βρετανικό ναυτικό και αρχικά ταξίδεψε στον Καναδά, όπου ανέλαβε τις χαρτογραφήσεις και τις καταμετρήσεις των ακτών της Νέας Γης και του… … Dictionary of Greek
Πυθέας — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Γιος του Ισχένοου από την Αίγινα. Κατά την περσική εισβολή, βρισκόταν μέσα στο πλοίο της Αίγινας που είχε τριήραχο τον Ασωνίδη. Όταν το πλοίο του κυριεύτηκε από τους Πέρσες, ο Π. έδειξε τόση γενναιότητα, ώστε… … Dictionary of Greek
Χάντσον, Χένρι — (Hudson, ;1550 – Κόλπος Χάντσον 1611). Άγγλος εξερευνητής. Επιφορτισμένος από μια εμπορική αγγλική εταιρεία ξεκίνησε το 1607 σε αναζήτηση διόδου μεταξύ βόρειου Ατλαντικού και βόρειου Ειρηνικού, φτάνοντας πέρα από τις 80° βόρειου πλάτους, χωρίς να … Dictionary of Greek
εύδοξος — I (αρχές 2ου αι. π.Χ.). Θαλασσοπόρος από την Κύζικο. Έφτασε δύο φορές στις Ινδίες, προσεγγίζοντας επίσης στις ακτές της Σομαλίας. Στη συνέχεια περιέπλευσε τη δυτική Αφρική, προσπαθώντας ίσως να φτάσει στις ίδιες χώρες από τη θάλασσα. Έφτασε στα… … Dictionary of Greek
Ανταρκτική — Επιστημονική ονομασία της ηπειρωτικής περιοχής που είναι γνωστή κυρίως ως Νότιος Πόλος. Εκτείνεται γύρω από τον Νότιο Πόλο, βρίσκεται ολόκληρη Ν του Νότιου Πολικού Κύκλου και περιβάλλεται από τα νότια τμήματα του Ειρηνικού, του Ινδικού και του… … Dictionary of Greek
Αυστραλία — Κράτος της Ωκεανίας, ανάμεσα στον Ινδικό και τον Ειρηνικό ωκεανό, που περιλαμβάνει την ομώνυμη μεγάλη νήσο του νότιου Ειρηνικού (λόγω του μεγέθους θεωρείται ηπειρωτικό έδαφος), την Τασμανία και άλλα νησιά.Κράτος της Ωκεανίας, ανάμεσα στον Ινδικό… … Dictionary of Greek
Ρος — (Ross). Επώνυμο 2 Άγγλων εξερευνητών. 1. Τζέιμς (Λονδίνο 1800 – Έιλσμπερι 1862). Ήταν ένας από τους πιο τολμηρούς και τυχερούς εξερευνητές των πόλων και συνέβαλε πολύ στη γνώση του αρκτικού καναδικού αρχιπελάγους και της παράκτιας διαμόρφωσης της … Dictionary of Greek
Στάνλεϋ, σερ Χένρυ Μόρτον — (Stanley). Βρετανός δημοσιογράφος και εξερευνητής (Ντενμπάι 1840 Λονδίνο 1901). Το πραγματικό του όνομα ήταν Τζέιμς Ρόουλαντς, αλλά πήρε το όνομα του θετού πατέρα του, ενός έμπορου της Λουιζιάνας, ο οποίος ανάλαβε το παιδί, που είχε δραπετεύσει… … Dictionary of Greek